κακάγγελος

κακάγγελος
κακάγγελος
bringing ill tidings
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακάγγελος — ο, η (Α κακάγγελος, ον) αυτός που αναγγέλλει δυσάρεστες ειδήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ἄγγελος] …   Dictionary of Greek

  • κακάγγελον — κακάγγελος bringing ill tidings masc/fem acc sg κακάγγελος bringing ill tidings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακαγγέλῳ — κακάγγελος bringing ill tidings masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακάγγελε — κακάγγελος bringing ill tidings masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακαγγελία — κακαγγελία, ἡ (Α) [κακάγγελος] δυσάρεστη αγγελία, κακό μαντάτο …   Dictionary of Greek

  • κακαγγελώ — κακαγγελῶ, έω (Α) [κακάγγελος] αναγγέλλω κακές ειδήσεις …   Dictionary of Greek

  • κακαγγέλωι — κακαγγέλῳ , κακάγγελος bringing ill tidings masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”